Σάββατο 24 Απριλίου 2010
ΠΑΤΟΥΡΟΨΩΛΑΔΕΣ
ῥουφοψωλιόλες παχουλὲς μασὰν ψωλὲς μὲ ζέσι
στραγγαλομποῦκι στεγανὸ καὶ σβουρηχτὸ μπερμποῦκι
γαμνjῶντας θὰ τὶς φτάσουμε μέχρι τὸ Κριεκοῦκι*
χλεμπόνες μέσ’στὰ μάτια τους, κλωτσίδια στὸ κεφάλι
κι ἐκεῖνες ζητιανεύουνε γιὰ τὸ χυσομαγγάλι
πιᾶσ’την καὶ σπᾶσ’της τὸ λαιμό, κοπάνα την στὶς σκᾶλες
φτύσε μέσα στὸ στόμα της γκάγκαθα καὶ ῥοχᾶλες
τὰ βουρκωμένα μάτια της σκίσ’τα μὲ πεταλοῦδα
κι ἐν ᾧ αὐτὴ παρακαλᾷ, γδᾶρε την σἂν ἀρκοῦδα
ψωλογαλιάντρες γεμιστὲς σκατίνες πουτσομπόλες**
ψωλοκουμοῦτσες πατσουλιές, φόλες κι ἀρχιδοβιόλες
χυσόβρεγμα κατραπακιὲς καὶ ἄσπλαγχνο γαμῆσι
γαμήθηκε ἡ Παναγιὰ καὶ πάj νὰ κατουρήσῃ
παρήγγειλαν χυσομεζὲ καὶ χυσοκαραφάκια
καὶ βοῦτζμπα περιδρόμιασαν γονατιστὰ πρεζάκια
χλαμυδομποῦκι κουμπωτὸ καὶ παταρογαμῆστρες
νικέλωναν κακιὰ ψωλὴ πάνῳ στὶς πολεμίστρες
Γυφτιακαυτιὰς μαυριδερός, μὲ οὐρὰ Καλλικατζάρι,
στὸν κῶλο τῆς Βασίλισσας ἀδειάζει τὸ παπάρι
*Κριεκοῦκι ἢ Ἐρυθραί: Χωρίον τῆς Δυτικῆς Ἀττικῆς πλησίον τῶν Θηβῶν Βοιωτίης. Κριεκοῦκι σημαίνει «κοκκινοκέφαλο».
**Μπολιάζονται μὲ πούτσους
ΝΑΖØRÞUL
καὶ δὸς μου νὰ μεθύσω
μὲ τὴ μπζυγὴ τοῦ Πλάτωνα
ἀπόψε θὰ μιλήσω
θὰ ποῦμε πράματα πολλὰ
θὰ χύσουμε χαλίκι
σ᾽ ἀριστεροὺς καὶ Ἀλβανοὺς
θὰ πέσῃ νταηλίκι
θὰ βγοῦμε τσάρκα στοῦ Ψυῤῥῆ
τὴ λέρα θὰ τοῦ δείξω
θὰ δῇ πουστρόνια καὶ τσουλιὰ
θὰ πῇ «γαμῶ τὸ Φρίξο»
σὲ μπὰρ θὰ μπῇ μὲ τσαμπουκὰ
πορτγιέρηδες θὰ δείρῃ
σαμποῦκα, βότκα καὶ λικὲρ
στὸ γκῶλο τους κροντῆρι
μὲ μάτια κόκκινα σκληρὰ
τὴ μπαναγιὰ θὰ βρίσῃ
καὶ μὲσ’ στὴ μπρώτη ἐκκλησχιὰ
σὰ Δαίμøνας θὰ χύσῃ
σὲ πουτανάκια μὲ τουπὲ
θὰ κάνj ἀντρίκια ξῆγα
ξυλίκι, μαλλιοτράβηγμα
κωλογαμῆσι-ῥῆγα
ὅσες τὴ μποῦτσα του γευθοῦν
θὰ τοῦ φιλοῦν τὰ πόδια
κι αὐτὸς πάνω στὴ μάπα τους
θὰ σβήνῃ ἠλεκτρøδjα
ψυχρὸς ἀτόφιος ναζιστὴς
λjeμπέσικο τσογλάνι
μὲ τὰ ψωλόχια του θὰ πιοῦν
ὁλόκληρο καζάνι
κι ὅταν θὰ πᾶμε Σύνταγμα
νὰ βρίσῃ κανὰ γκζένο
θὰ ἀντικρίσῃ τὴ Βουλὴ
μὲ βλέμμα παγωμένο
«Πουτάνας γυιοί, κωλόπουστες
μασῶνοι γαμημένοι»
θὰ ψιθυρίσῃ μὲ ὀργὴ
μὲσ’στὸ Μετρὸ σὰ μπαίνῃ
στὴ Μπειραιῶς μ᾽ ἕνα λøστὸ
Κινέζους θὰ σκοτώσῃ
πρεζάκια καὶ Πακιστανοὺς
στυγνὰ θὰ μαχαιρώσῃ
στὸ Γκάζι emo, γιάπηδες
καὶ φλώρους θά φερμάρῃ
σὲ χριστχιανοὺς κωλόγερους
ῥοχάλες θὰ τρατάρῃ
τὰ κομματόσκυλα στὰ κλᾶμπ
μὲ λῦσσα θὰ σβερκώσῃ
τὶς τσοῦλες τὶς δαπίτισες
φριχτὰ θὰ χαρακώσῃ
«Ἐγώ», γελῶντας θὰ μοῦ πῇ,
«γιὰ λίγους ἔγραψ᾽ ἄντρες,
ὅλους τοὺς ἄλλους τοὺς γαμῶ
κρεμᾶστε τους στὶς μᾶντρες»
μετὰ σἂν ἔρθῃ ἡ αὐγὴ
σὰ ξωτικὸ θὰ σβήσῃ
βρίζοντας πάλι τὸ Χριστὸ
στὸν ᾍδη θὰ γυρίσῃ
ΨΩΛΟΚΑΡΠΑΖΙΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΠΟΥΛΑ
Χυσοτυφῶνας βροντερὸς στοῦ Τέκτονα τὴν πόρτα
Κατοῦρι κίτρινο χρυσὸ στὴ μούρη τοῦ Ζολῶτα
Κρεατόμπαλα Μορμόνικη, λαδοσαλιοχαβοῦζα
Μέσ’ στη στοὰ τῆς Ἀχαρνῶν ξεκίνησε παρτοῦζα
Ψωλὴ γιὰ ἀκροκέραμο καὶ τὸ σκατὶ γιὰ πίσσα
Πά’ στὴν ταράτσα τῆς στοᾶς: Δεκαοχτούρων χύσσα
Πάγκαλος, Γιῶργος καὶ Κωστής, Ῥοκόφιλος, Λοβέρδος,
Χυσοκομπρέσσες δροσερὲς γαμιοῦνται γιὰ τὸ κέρδος
Φωνάζουν ἀπ’την ἡδονὴ σἂ γλείφουν τὸ παπάρι
Βουρκώνουνε καὶ παίζουνε μὲ τὸ ἀρχίδι ζάρι
Σἂν τὸ ἀστέρι τοῦ Δαϋὶδ λάμπει τὸ πρόσωπό τους
Ὅταν συκῶτι χέζουνε στὸ τελετουργικό τους
Μόλις στὸν κῶλο τους φανῇ τὸ γλείφουν, μαστουρώνουν
Καὶ πάλι μὲ ἐγχείρησι στὰ σωθικά τὸ χώνουν
Χύνj ὁ Μαγγίνας ξερατά, τὸ λάβαρο φιλάει
Εὐκοίλjα ἐρωτεύτηκε καὶ τὰ γλυκοκυττάει
Μωρὴ σκατχιόλα Μπίλντερμπεργκ, πάλι ἐκατουρήθης?
Σἂν ξέχυσε ὁ κῶλος σου, «καλὴ ψαριά» ηὐχήθης
Πῆρε ὁ Ἀβραμόπουλος τὸ ψαροκάλαμό του
Καὶ ἔβαλε γιὰ δόλωμα τὸν ἴδιο τὸν πρωκτό του
Κυλιοῦνται μέσα στὴ στοά, δοξολογοῦν τὸν Ψῶλο
Κι ὅλοι φιλιοῦντ’ ἐρωτικὰ στὸ στόμα καὶ στὸ γκῶλο
Μετὰ τὸ ὄργjo τὸ βαρὺ τοὺς ἔπιασε ἡ πεῖνα
Καὶ θυσιάζουν τὸν Ἰνδὸ τὸν μπᾶτλερ τοῦ Μαγγίνα
ΠΟΥΤΑΝΑ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ
Καργιολομούνικο τσουλὶ
ἄπληστο πουτανάκι
βρώμικη σκύλα τσιμπουκλοῦ
γαμιόλα Βουγιουκλάκη
τὴ Γκρήτj ὅλη μπουκάργιασες
βούντηγκζες μὲς τὸ χύσι
καὶ στὴν Ἀθήνα ἔφυγες
νὰ φᾷς λεχρὸ γαμῆσι
τὸ γκῶλο σοῦ ξεπάτωσαν
καὶ σἔκαναν βεντέτα
γιὰ σταριλίκι ψόφαγες
χυμένἠσουν σερβιέττα
ἕνα φριχτὸ γαμώκρεας
ἐφόραγες γιὰ σῶμα
γι᾽ αὐτὸ σὲ γάμησαν στοιχειὰ
σὰν σἔφαγε τὸ χῶμα
ἤσουν κενόδοξο μουνὶ
γέννησες ἕνα μπούστη
ποὺ τὸν γαμᾶνε Ἀλβανοὶ
στὴν κλίνη τοῦ Προκρούστη
τῶρα ὁ Χάρος σὲ γαμᾷ
μὲ σουβλερὸ καλέμι
καὶ τσιμπουκώνεις δαίμονες
στοῦ ᾍδη τὸ χαρέμι
ΠΟΙΗΜΑ
ΛΕΞΙΦΛΟΚΙΟΝ
LEXICUM GAMOTAPHICUM
(Οἱ προπαροξύτονες ἑπτασύλλαβες δημιουργοῦν τὸ ἀπόλυτα γαμηδερὸ ἠχοκραδασμικὸ fireball-φλογοσφαίριο):
Χαμουροπατόσκυλα
Καπελοχυσόμαγκες
Ξυλοσφοντιλόψωλος
Πουτσοζαντολάστιχα
Ταβερνοχυσότητες
Τσιμουχοπουτσόφλατζες
Μπαρμπουτοχαμόπουστο
Γρουμπουροκραμπόφλωρας
Μπαζουκοχυσπέρματα
Ταμπουρλοπουτσόχτυποι
Καμπανοταυρόψωλοι
Σαβουρομπαρόκπουστες
Κραμπαροτραβιόψωλοι
Σταφιδοβυζόγριες
Χυσοτραπεζώματα
Χυσομαλλιοκούβαρα
Σιχτιρογκρατζόπουστας
Σαμπανοχυστάγματα
Χαμουροστριγκόγριες
Καπνιζοπουτσώγματα
Γραππαρχιδαρμέγματα
Γουρουνοσκατόμουνο
Χυσοπαζαρέματα
Ψωλοξελιγώματα
Τουμπανοχυσόκωλος
Ψωλοτερματίσματα
Ψωλοκαροτσέρηδες
Καζανομπεκρόγρια
Σκλαγγανομπαρτζώγκανος
Κυπελοχυσόπουστοι
Χυσοαναδίπλωσις
Μπαζουροχτικόχυσα
Κουρουνοπαλτόψωλος
Στακανογρεμπόμουνο
Σαπουνοχυσιέρηδες
Ῥουφογαϊδουρόπουστες
Κραιπαλογαμώτζαλος
Ψωλοκενταυρότσουλα
Τραγουροκαριόλπουστες
Πουτζανοδιάσεισις
Ψουλουνοκατάγματα
Στεγανοπουτσώγματα
Κλαπουτσοταπώματα
Καρβουνοπουτσόγρια
Σκουληκομπουχέσπουστος
Ταμπουρλοπουτσόθρησκος
Στρατζανογαμώθεος
Σιχαμοσκατάπουστρο
Χυσοθαλασσόλυκοι
Γραμπαρογαμώσπιτος
Χυσοβομβαρδιστικό
Ὀκτασύλλαβες:
Ἀστακοπουτσοχυσάδα
Ψωλοκαμπαρντινόπουστας
Και μερικά σε δωρική διάλεκτο:
Γαμάσια ή Δαμάσια
Πόρνα
Γαμώσιος ή Δαμώσιος
Πούστας
Ξεκώλας, Καριόλας, Γαμιόλας, Κοπρίτας, Ἀρχίδας κλπ
Σάββατο 10 Απριλίου 2010
ΟΠΟΙΟΣ ΤΗ ΜΟΔΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗ
νεκρὰ τὰ τέκνα του νὰ δῇ
νὰ σιγολοιώσῃ σἂ σκυλί
κι ὅλο τὸ βιός του νὰ καῇ
μοδᾶτες τοῦ πεταματοῦ
μουνόσκυλα τοῦ πεθαμοῦ
ὑπάνθρωποι γύρῳ παντοῦ
Τῦφος στὸν κῶλο τους ντουγροῦ
καρκῖνο βγᾶλ'τε ῥὲ χτικιᾶ
ψοφῆστ' ἀπὸ βλεννόῤῥοια
ὅλα σας θᾶφτε τὰ παιδιᾶ
μέσα σὲ κρεματόρια
ἄ ῥὲ γαμνιόλα παναγιά
γαμῶ τὴ μοῦνα σου βαθειά
πουστογεννήτρια ξανά
θὰ σοῦ ξηλώσω τὰ νεφρᾶ
γαμῶ τὴν ἀνθρωπότητὰ
ψόφος φριχτὸς στὰ τρωκτικά
αἷμα νὰ δῶ νὰ σπαρταρᾷ
κι ὅλη ἡ Γῆς ν' ἀναῤῥιγᾷ
Νέκρα καὶ μαῦρο μακελειό
θρῆνο νὰ δῶ καὶ Πανικό
πένθιμος ἴσκιος καὶ βαρὺς
νὰ σβήσῃ αὐτὸν τὸν συρφετό
γαμῶ τὶς μόδες σας χτικιᾶ
ποζάρετε σἂν πορναριά
Ὕβρις καὶ Ἐγωπάθειὰ
πέστε ψοφῆστε τώρα-δά
ΣΑΤΑΝΟΠΛΑΝΟ
μέσα σὲ ἀροπλάνο
νὰ παίζω τάβλι καὶ black-jack
μαζὺ μὲ τὸ Σατάνο
ᾖταν ἡ ὄψι του τραχειὰ
μαύρη σἂν τὸ κατράμι
ἔβριζε μᾶννες καὶ Χριστὸ
καὶ ἔφτυνε μπαχλάμι
τὸ βλέμμα του καρφώνονταν
στὶ συνοδοὺς μὲ λῦσσα
τὰ πούλια καὶ τὴ ντράπουλα
πλημμύρισε μὲ χῦσσα
ξάφνου γυρίζει καὶ μοῦ λὲ
«τοὺς πούστηδες δικᾶστε,
σκοτῶστε τοὺς ἀριστεροὺς
καὶ τὰ τσουλιὰ κρεμᾶστε»
«κωλογαμῆξι σφηνωτὸ
καὶ ποῦτσα τεφαρίκι
wehrmacht φοράει ἡ ψυχὴ
καὶ χύνει ναζικλίκι»
«κάποτε», εἶπε, «γάμησα
μιὰ Φλαμανδὴ στὸ Ἄργος»
αὐτὰ τὰ λόγια ξέρασε
κι εὐθὺς ἔγινε τρᾶγος
λίγο μασούλησε σανὸ
ῥεύτηκε σἂν ἀρχίδι
φόρεσε ἀλεξίπτωτο
καὶ χάθηκε σὰ φίδι
ΦΑΣΚΑΝΑΜΕΣΑ
σισίνο δίκταμο σκουμπρὶ γογγῦλι μιλημένο
λακέρδι φασκανάμεσα φτοῦ μύτο νὰ βασκάνῃ
τονᾶρι ἀλιθρίνωτο τὸ πουτσοσταῦρι πιάνει
ΧΛΟΥΦΙ
διπλοτσέκουρο, δρεπάνι, χῦσι καὶ στὸ ἅγιο φῶς
ταφογᾶμι καὶ χεσμός, ὁ Σατανικὸς Λοιμός:
χυσοκάτουρο ἀδειάζει πάνῳ σ' ὅλο σας τὸ βιός