Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011
ΕΙΝ’ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΝΑΖΙΚΗ
μὲ ἅρματα καὶ ζβάστιγγες καὶ λύσσος πλουμισμένη
πάνῳ ἐδῷ σ’ αὐτὴ τὴ γὴ ἄνθρωποι δὲν ὑπάρχουν
μόνο σκουπίδια δίποδα ποὺ μόνο ὕλη ψάχνουν
τὸ ὀξυγόνο π’ ἀναπνέν, διόλου δὲν τὸ ἀξίζουν
κι ὅταν ὁ Χάρος τοὺς χτυπᾷ, οὐρλιάζουν καὶ γαβγίζουν
ὁ Διογένης Κυνικὸς ψάχνει μὲ τὸ φανάρι
κι ἀκόμα νὰ βρῇ ἄνθρωπο, ὁ Διάλος νὰ τοὺς πάρῃ
ζοῦμε κρυμμένοι στὶς Σκιές, στὸ διάβα τῶν Αἰώνων
μ’ ὑπομονὴ προσμένουμε τὸ πλήρωμα τῶν Χρόνων
ἡ Νίκη μέσ’ στὰ μάτια μας βαθειἆναι χαραγμένη
γιὰ τὴν «Ἀποκατάστασι» εἴμαστε ὡρκισμένοι
εἶν’ ἡ ψυχή μου ναζική, γιὰ αἷμα διψασμένη
μιᾶς Νέας Τάξης τὴν Αὐγὴ νὰ λάμψῃ περιμένει
ΚΑΡΚΙΝΟΜΑΖΕΣ (ΧΥΣΑΔΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ)
χυσομηνία χαλασμὸς στοῦ Τζέχουλα τὸ Ξόδι
χυσίδια ἀπαέρια κωλόπανο μπαγκάζι
στὴν ἐθνικὴ χυσάδικο ἄνοιξε καὶ μοιράζει:
κομμάτια καρκινόμαζες πακέτο ἤ στο χέρι
να τρῶν’ γυναῖκες καὶ παιδιά, κωλόγρῃες καὶ γέροι
εἶναι μὲ τρῖχες τυλιχτὲς καὶ ἐμετὸ σιρόπι
μὲ ξεραμμένο ἀπὸ χθὲς αἷμα καὶ πουτσοκόπι
κουνιοῦνται κι εἶναι ζῳντανές, τρέμουνε σὰ ζελέδες
μαζεύουν καὶ τεντώνονται σὰ σκάτινοι λουλέδες
σπυριὰ φουσκώνουν πάνω των, μὲ πῦον καὶ τρεμούλα
κι ὅπως μασᾶν τὰ σπάζουνε καὶ χύνεται στὰ οὖλα
ἀπὸ λεπρῆς περίοδο σάρκας κομμάτια στάζουν
ἀποφορὰ ὀργανικὴ μυρίζουν κι εὐῳδιάζουν
κοχλάζουν μέσ’στὸ στόμα των, τζμποτίζουν μὲ τοξῖνες
φουσκάλες καρκινόγιομες, ῥᾳδιοδιοξῖνες
ὀξεοζοῦμι σηπτικὸ τὸ στόμα πλημμυρίζει
καὶ τὸ γαμωστομάχι των, δjαβρώνει καὶ ξεσκίζει
βρωμοκοπᾷ ἀνόσια, ἀκόμα κι ἀπ’ ἀλάργα
ἀφ’ οὗ τὸ ἀποφεύγουνε καὶ τὰ πτωματοφάγα
τσιμπουκοτάφι πορνηρό, μὲ σπάτουλα καβάτζα
πολιτικὰ πουστόσκυλα πλένουνε χῦσσα λάτζα
στῆς Ἐλευσῖνας τὶς στοές, μέσα στὰ Καταβάσια
χύνj ὁ Μινώταυρος σπονδὲς καὶ νίβεται μὲ κλάσια
ὁ ποῦτσοζμ ἔχει λόξυγγα, ἔχει σπασμοὺς σὰν χύνῃ
κι οἱ κῶλοι μαστουρώνουνε ‘π’ τὴ γκαῦλα ποὺ τοὺς δίνει
ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΑΜΩΤΑΦΕΙΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ (ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' - ΑΘΗΝΑΙ))
Δαπίτισσες περήφανες ἄλλο δὲν εἶναι πιὰ
κείτονται τώρ’ ἀνάσκελα στῆς Σίνα τὴ μεριὰ
τουρῖστες Γάλλους χαιρετῶ πολὺ εὐγενικὰ
στὸ Σύνταγμα στὶς σκᾶλες καὶ σφίγγω μαχαιριὰ
στοῦ Γκαῖτε τὸ Ἰνστιτοῦτο, κάπου ἀπ’ ἔξῳ ‘κεῖ
περνοῦσα λίγο βιαστικὰ ἕνα λαμπρὸ πρωΐ
βρίσκω μιὰ ταγιερόγρῃα μ’ ἐφημερίδα «Ἑστία»
μπουνίδι χουλιγκάνικο κοτσάρισα στὴ θεία
βγαίνει ὁ γυιὸς ὁ ἀγγλοτραφὴς ποὺ ἄκουσε φωνὲς
τοὖπα «ἔτσι ξηγιόμαστε ἐμεῖς στὶς Ἀχαρνές»
μὲ ἕνα Datsun κόκκινο ἀράζω Κολωνάκι
καὶ κάνω στὶς γειτόνισσες τὸ πιό αἰσχρὸ καμάκι
μὲ τὰ πολλὰ φωνάξανε καὶ τὴν Ἀστυνομία
παιδιὰ ποὺ εἶχαν μέσον στὴ Νέα Δημοκρατία
μὲ ὕφος ἀδερφίστικο μοῦ κάνανε συστάσεις
μυδράλjο τότε τράβηξα, σοῦ λέω γαμῶ τὶς φάσεις
λίγο-πολὺ τελείωσα μὲ τὰ Νηοκλασσικὰ
λέω νὰ γαμήσω Φάληρο, παραλjακὴ μεριὰ
Ἀφ’ οὗ τὰ τζάκια τὰ ψηλὰ πλημμύρισα χυσάδα
κατέβηκα γιὰ θάλασσα, πέρασ’ ἀπὸ Γλυφάδα
μπουτοῦδες μὲ solarium εἶδα γυαλιστερὲς
ἐπάνῳ τους κατούρησα, κάνανε σὰ ντρελλὲς
σκούζανε καὶ τὶς βούτηξα εὐθὺς ἀπ’ τὰ μαλλιὰ
καὶ μπουκετίδια ἔσφιξα στὰ Gucci τὰ γυαλιὰ
χαχά!
«πάρ’τα μωρὴ ὑστερικιὰ ἄῤῥωστὴ πουτσομάννα
ποὺ σὲ γαμᾶν Βρουκόλακες στοῦ Χάρου τὴν Ἀλάνα»
τὴν ἔκανα φουριόζικα καὶ πῆγα παραλία
σὲ φουσκωτοὺς λουόμενους ἔσπασα τὰ κρανία
κάτ’ ἀπ’ ἕναν Εὐκάλυπτο τὴν ἔπεσ’ ἀραχτὸς
καὶ ἔπαιζα τὸ μποῦτζο μου σὰ νἄμουν Κυνικὸς
μέσα στὰ μάτια κύτταζα παπποῦδες μὲ παιδιὰ
αὐνανιζόμουν στὸ γκαζὸν τοῦ Ἅγιου Κοσμᾶ
μόλις ἐχύσα δυνατὰ σὲ ἕνα Smart ἀπάνῳ
βράδυασε κι εἶπα Φάληρο καπάκι νὰ τὴν κάνω
ἀλλοδαποὺς σφαλιάρωσα ποὺ ἦταν στὰ φανάρια
κι ἔριχνα στ’ αὐτοκίνητα κρυμμένος ἀγκωνάρια
νεκροὶ πολλοὶ γινόσαντε στὸ δρόμο καραμπόλες
πεθάνανε μεσοαστοί, μαλᾶκες καὶ καριόλες
ἀπὸ Συγγροῦ τὴν ἔστριψα καὶ σκότωσα τραβέλια
μπράβους ντυμένους κουστουμιὲς μαχαίρωσα στὰ σκέλια
κάτι ὁμοφυλόφιλοι κάνανε πῶς καὶ πῶς
νὰ πάρουν σφηνοτσίμπουκα στὴν Ὀλυμπίου Δjὸς
τὰ μάτια μου γυρίσανε καὶ τράβηξα Κατάνα
ἀνάπηρους τοὺς ἄφισα, τοὺς ἔκανα πουτάνα
περνῶντας ἀφ' Ὁμόνοια πούλησα λίγο πρέζα
τὴ νόθευσα καλά-καλὰ νὰ τοὺς σωριάσω τέζα
συνέχισα πρὸς τοῦ Ψυῤῥῆ καὶ ἔχεσα στὸ δρόμο
ἔξῳ ἀπόνα ῥεστωρὰν καὶ σκόρπισα τὸ ντρόμο
γύρῳ μαζεύτηκαν γιὰ νὰ μ' ἀκινητοποιήσουν
ἔ, τούτη ᾖταν κι ἡ στιγμὴ καντήλια γιὰ νὰ σβήσουν
πελᾶτες μαγαζάτορες καὶ μικροπωλητὲς
φόνευσα κατακέφαλα μὲ ὕφος ἀγενὲς
στὸ δρόμο γιὰ Κεραμεικό, πρὸς τὸ Μοναστηράκι
ἔσφαξα κάθε Ἀφγανό, Ἰνδόπουλο καὶ Πάκι
'κεῖ στὴν πλατεία τοῦ Γκαζιοῦ, στὶς τέσσερεις παρὰ
ἔριξα κάτj ἀνάποδες σὲ ἕξη πουσταριὰ
ἀμέσως τότε σπάσανε καὶ φώναξαν βοήθχεια
καὶ σκάσανε μπρατσόπουλα μὲ ξυρισμένα στήθχια
ἦρθαν καὶ κάτι φοιτηταὶ ποὺ ᾖσαν μεθυσμένοι
μὰ ὅταν ὅπλο τράβηξα, τὴν κάνανε χεσμένοι
ἄλλοι ψηλὰ τὰ χέρια τους, ἄλλοι κάτῳ στὸ χῶμα
μὰ ὅλους τοὺς ἐγάζωσα, ματῶσαν ἀπ'το στόμα
στὴ μπαλαιὰ τὴ γέφυρα περνάω ἀπὸ κάτῳ
σὲ κάτι ἰσλαμόπουστες τοὺς ἔσκαψα τὸ λάκκο:
γιόμισα μὲ πυρίτιδα ἕνα πενηνταράκι
καὶ τὸ παράτησα πιό 'κεῖ, σὰ νὰ μήν τρέχῃ κάτι
ἐγυάλισε στοὺς μπάσταρδους καὶ πῆγαν νὰ τὸ πάρουν
νομίσαν οἱ σκατόπουστες πὼς θὰ τὴ σκαπουλάρουν
ὅταν μπροστὰ τὸ βάλανε, φωτιὰ πῆρε εὐθὺς
κι αὐτοὶ ἀνατινάχθηκαν, ποῦ νἄσουνα νὰ δῇς!
γελῶντας πῆγα τρέχοντας στὴν Ἱερὰ Ὁδὸ
καὶ μέσα στὰ σκυλάδικα ξέρασα πανικὸ
μὲ πῆρε τὸ ξημέρωμα Αἰγάλεω σὰν ἔφτασα
μπούκαρα μέσα στὸ Μετρὸ καὶ στὸ βαγόνι ἔκλασα
κρότο μεγάλο ἔκαμα καὶ ἦρθε ἐλεγκτὴς
τὸν ἔπιασ' ἀπ' τὸν ὦμο του καὶ τοὖπα τὰ ἑξ ᾗς:
"γυιέ μου οἱ καιροὶ 'ναι δύσκολοι, κι ἐσὺ παρασιτεῖς
γι' αὐτὸ καὶ τὶς συνέπειες πρέπει νὰ ὑποστῇς"
τότε τονε μαχαίρωσα βαθειὰ μεσ'στὰ πλευρὰ
καὶ χέστηκε ἀπάνῳ του κι ἔκλασε δυνατὰ
κατέβηκα σὰν κύριος στάσι Μοναστηράκι
νὰ πάρω τὸ ἁμάξι μου νὰ πάω γιὰ καφεδάκι
πῆγα Ἁγιὰ Παρασκευή, σὲ μία καφετέργια
τρελλάκι λέτσο μ' εἴδανε, βάλαν οὐρὰ στὰ σκέλια
χαιρέτησα τ' ἀφεντικό, τοῦ ἔβρισα τὴ μάννα
ὁλόφρεσκο καυτὸ καφὲ τοῦ ἔφτυσα στὴ μάπα
σὲ ἕνα κυριλότσουλο "νὰ λέμε καὶ τὰ δίκῃα
τέτοια ἀρχιδοπούτανα τὰ ἔχει καὶ στὴ Νίκῃα
γι' αὐτὸ νὰ μήν μπερδεύεσαι ποὺ μοὔχεις καὶ τουπέ"
τὸ σῶμα καὶ τὴ μάπα της ἔκανα μπλέ μαρὲ
στὸ Μall μέσα στὰ Starbucks ἤπια πορτοκαλάδα
κατούρησα βιτρῖνες στὴν Polo καὶ στὴν Prada
βγῆκα στὴν Ἀττικὴ Ὁδό, δὲ μπλήρωσα διόδγια
καὶ στὴ Χασιὰ σὰν ἔφτασα εἶδα ἀρνιὰ καὶ βόδγια
τὰ ζᾶ τὰ πυροβόλησα γιατὶ δὲ ντὰ γουστάρω
σκότωσα κι ὅλα τὰ σκυλιά, ᾖταν νὰ μή ντὰ πάρω
περνῶντας ἀπ' Ἀσπρόπυργο σὲ γυφτογειτονιὲς
τσιγγάνοι μοῦ τὴν πέσανε μὲ κάτι Mercedes
γυφτάκια πέτρες πέταγαν κι ἐγὼ τὰ πυροβόλησα
ἄκουσα κλᾶμα παιδικό, καύλωσα καὶ τ' ἀμόλησα
κατσίβελλους - Ῥόμ - γύφτισσες σκότωσα στὰ ψυχρὰ
ἀπὸ τὰ νεογέννητα μέχρι τὸ Βασιλῃὰ
στὴ Μυριοφύτου τσούλησα, ἐκεῖ στὸ Κερατσίνι
τὰ εἶπα ὅλα στὸν Κούλογλου καὶ ἄρχισε νὰ δίνῃ:
- ἀνθρώπους γιατὶ φόνευσες; δὲν ἔπραξες καλῶς
καθένας εἶναι ἄξιος κι ἰσοποιοτικὸς
- Μητσάρα νιτσεόκαυλε σοὖπα δὲ μπάει ἔτσι
γιατὶ στὴν ἴδια μοῖρα βάζεις βίλα μὲ κοτέτσι;
"ψυχολογία" ἔλεγε, ὅπως καὶ τὸ ἑξ ᾗς:
"στὸ Πᾶν εἶν' ὅλοι φίλοι, ἀλλὰ καὶ συγγενεῖς"
τὸ ἔργο μου συνέχισα γιατ' εἶμ' ὑποσυνείδητος
στὸ δρόμο μου μπελὰ θὰ βρῇ ὁ κάθε ἀνεπιθύμητος
ΨΩΛΟΜΑΖΩΜΑΤΑ ΧΥΣΟΣΚΟΡΠΙΣΜΑΤΑ
εἶναι ὁ νόμος αὐστηρὸς
νεκρὸς γαμήθηκj ὁ Χριστὸς
πάνω σὲ κόπιες τῆς Τορὰχ
χύνουν Στοιχειὰ καὶ παίζουν Μπᾶχ
στὸ πχιάνο εἶν᾽ ὁ Βελζεβοῦλ
γαμιοῦντ᾽ ἀγγέλοι στὴ Καμποῦλ
λίγο πρὶν λήξῃ τὸ πουρὶμ
τὸ γκατουρῆσαν Νεφελῖμ
καὶ στῆς Κιουτάχjας τὰ βουνὰ
λῦγκες τιμοῦν τὸ σατανᾶ
πιάσαν τὸ Τζέχο φουσκωτοὶ
χῶσαν στὸ γκῶλο του σπαθὶ
ἀφηνjαζμένοι Ἀλβανοὶ
τονἐγαμῆσαν σὲ παχνὶ
πὰ στὸ χιτῶνα του σκατὰ
λάσπη, χυσχιὲς καὶ ξερατὰ
ξύδι τοῦ δώσανε νὰ πχῇ
καὶ τοῦ γαμῆσαν τὴ μπζυχὴ
ποιὸ μπροσκυνᾶτε ῥὲ μουνιὰ
μπήγω στὸ γκῶλο σας σουβλjὰ
γαμῶ τὸ ντάφο σας πουστιὰ
θὰ σᾶς ξηλώσω τὰ νεφρὰ
γῦζα θὰ φᾶτε σὲ κουβὰ
κοἲ κόρεσας θἀκοῦν Ῥουβᾶ
Ἀφῃρημένον ΙΧ
Τσιμπουκοκαῦλj ἀειθαλὲς
κωλογαμῆσι εἰδεχθὲς
κι ὁ Σατανὰς ὁ μερακλὴς
γαμᾷ Χριστὸ καὶ πίνει Nes
σὲ καύσωνα καὶ σὲ χιονιὰ
θὰ ξολμπαχύνω ναζικὰ
χυσοκαϊμάκι φραπεδιὰ
στοῦ Καθαρτήρjου τὰ στενὰ
σκλατζουνομποῦκι τρανταχτὸ
ψωλοστριφόνι χωνευτὸ
χυσοπιλάφι στὴ φωτιὰ
νὰ φάj τὸ ψωλαγωνικὸ
ἅηντε γαμήσου κοπριὰ
ἑβραῖε ψωλοκουμπαρὰ
ξεφτυλομούνη τζεχυσὲ
νὰ σοῦ νεκρώσω τὴ σπορὰ
ψωλοσαρίκι κυκλωτὸ
γύρῳ ἀπ’τοῦ Χότζα τὸ λαιμὸ
καὶ πουτσοσούβλι φουρνιστὸ
μέσα στοῦ Χότζα τὸ λαιμὸ
καρκιναριόλης σκωπτικὸς
γαμιέται παλj ὁ ψωλοστὸς
χώνει στὴ ζοῦφρα του τρακτὲρ
καὶ μειδιᾷ ὁ τραγικὸς
ΧΥΣΑΛΜΥΡΑ
πιάσαν γαμῆσαν τὸ Χριστὸ κι ὕστερα ἤπιαν μπῦρα
ὁ κῶλος του πλημμύρισε μὲ χῦσσα καὶ ἁλμύρα
μὲ τζάμπγιο-λῆγκ τὴ βγάλανε καὶ οὔρλιαζαν σὰν Οὗννοι
κι οἱ γκόμενές τους ἔκαναν στὸ μπάνιο πλακομούνι
τὰ δάκρυα τῆς Παναγιᾶς μὲ χῦσσα εἶναι μειγμένα
στὸ γκῶλο της μπαρκάρουνε ψωλιὰ ἀγριεμένα
βρῶμα, ἀνήθικο τσουλί, θρῆσκα γαμιόλα μάννα
ἡ μοῦνα τῆς κοροῦλας σου χωράει καὶ λαγάνα
κι ὁ γιόσου ὁ φλωρόπουστας, γνωστὸ πουτανοπαῖδι
ῥουφᾷ ψωλὲς γερόντικες μέσα στὸ βατοπέδι
ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΥΠΕΡΕΚΤΙΜΗΘΗ (ΡΕΦΡΑΙΝ)
ΕΪ, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΜΑΝΑ ΝΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΑΠΗ
ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΜΕ ΠΑΘΟΣ ΣΟΥ ΤΡΩΓΩ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΥΠΕΡΕΚΤΙΜΗΘΗ
ΤΑΒΛΑ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ, ΗΤΑΝ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΠΟΛΥ
ΠΑΠΠΟΥ ΠΡΟΣ ΠΑΠΠΟΥ ΚΟΛΩΝΑΚΙ, ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ ΓΕΝΗΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ
ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΥΠΕΡΕΚΤΙΜΗΘΗ
ΗΤΑΝΕ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΕΔΩ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ
ΤΗΣ ΕΒΓΑΛΑ ΤΗ ΣΠΛΗΝΑ ΚΑΙ Τ’ ΑΝΤΕΡΑ ΑΥΤΗΝΗΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΛΕΟΝ ΕΠΗΞΕ, ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΝ ΠΟΛΛΟΙ
ΑΝΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΥΠΕΡΕΚΤΙΜΗΘΗ
ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΔΕΣ
σὰ σκύλα παρτουζώθηκες μέχρι καὶ σὲ κοτέτσι
τὰ ῥοῦχα σου γεμίσανε μὲ πίττουρο καὶ χύσι
κοἲ κόκκοροι ἀλάφιασαν κυττῶντας τὸ γαμῆσι
τρέχαν μὲ λῦσσα ᾽δῷ κι ἐκεῖ, μαδοῦσαν τὰ φτερά τους
κακάριζαν, χτυπιόντουσαν καὶ τρίβαν τὰ ψωλιά τους
ἡ ἀδερφή σου, τὸ τσουλί, ξεσκίζετ᾽ ἀπ᾽ τὰ δέκα
κἢ σοῦφρα της κατήντησε τοῦ γαμησιοῦ ἡ Μέκκα
μὲ βούλγαρους συμμαθητὲς στὸ δjάλειμμα γαμιέται
τσιμπούκια παίρνει βδελυρὰ καὶ ὕστερα καυχιέται
ὁ κῶλος ἀπ᾽ τὸ ξέσκιζμα τῆς ἔγινε χοάνη
πρεζάκια τὴ μπετάξανε χυμένη στὸ λιμάνι
κι ἐσὺ ψωλοῦ ἀπ᾽ τὰ βοῦ-ποῦ μὲ τὸ παιδὶ στὸ χέρι
τί μὲ κυττᾷς πουταναργιό, φριχτὸ ψωλοπανέρι;
γαμᾷς τὴ μνήμη τοῦ μωροῦ, με χύσχια τὴ μπουκώνεις
τὸ μποῦτσο μου σὰ λαχταρᾷς καὶ τὸ κωλὶ τουρλώνεις
ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ (ΑΓΑΠΗΣΑ ΤΟ ΝΑΖΙZΜΟ)
ἀγάπησα τὸ Ναζιζμὸ
τὸν βίωσα μὲ πάθος
κατούρησα ταφόπλακες
καὶ ξέρω κατὰ βάθος
ὅτι γαμιέται ὁ Χριστὸς
κι ἡ πόρνη Παναγία
σὰ χέζουν πάνω στὸ σταυρὸ
πολύψωλα θηρία
στὸ δjάστημα ὁ Σατανὰς
πάρτυ μεγάλο κάνει
ψυχὲς ἀθῴων Κριζδγιανῶν
γαμάει μὲ ζγκερμπάνι
τὰ λόγια ὅλα τοῦ Γησοῦ
φλωργιᾶ καὶ πουσταρία
κι ὅλοι πιστοὶ κοπρόσκυλα
γαμῶ σας τὴ γκηδεία
Ῥωμαῖοι Ναζοὶ τὸ μπιάσανε
καὶ ἔφαγε ξυλίκι
οἱ μαθητὲς τὸ μπρόδωσαν
γιατἤτανε καθίκι
τὸν βρίσανε, τον ἔφτυσαν
τὀγκάνανε πουτάνα
καὶ ὁ Γιωχάννος τὸ χτικιὸ
τοῦ γάζωσε τὴ μάννα
σὰ μπζόφιο βρώμικο σκυλὶ
τὀμπέταξαν σὲ βόθρο
ἀπόκοσμα δαιμονικὰ
τὸν γάμησαν στὸν ὄρθρο
κι ἐσὲ καργιόλη Χριστχιανὲ
σὲ σφάζω μὲ κοπίδι
ψοφῶντας νὰ σὲ δῶ νὰ τρῷς
τοῦ τράγου τὸ ἀρχίδι
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΣΟΥΛΕΣ
οἱ γυναῖκες εἶναι τσοῦλες, πιστεψέ το καὶ ἐσὺ
ὅσο τὶς πονᾷς γκαβλώνουν καὶ σὲ θέλουν πιὸ πολὺ
λένε δῆθεν τὰ καργιόλια ὅτι θέλουν σεβασμὸ
μὰ γουστάρουν νταηλίκι καὶ γαμῆσἀπ᾽ τὸ μπρωκτὸ
γιὰ ἀγάπες ἂν μιλᾶνε καὶ ῥομάτζα τρυφερὰ
ὁ σκοπός τους εἶναι μόνο νὰ θολώσουν τὰ νερὰ
νὰ τυλίξουν κανὰ φλῶρο νὰ τοῦ φᾶνε τὰ λεφτὰ
καὶ μετὰ νὰ τὸ μπετάξουν σὰ σακκοῦλα μὲ σκατὰ
τὶς καβλώνει τὸ «παιχνίδι» θέλουν ἄντρες ἰταμοὺς
πονηρούς, σκληροὺς γαμιᾶδες ἢ ἀκόμα κι Ἀλβανοὺς
θέλουν ἄγριο γαμῆσι, ξεφτιλίκια ἀληθινὰ
χῦσσα, χλέπες καὶ κατούρι στὰ βυζζὰ καὶ στὰ μαλλιὰ
ἄκουσέ με ῥὲ μαλάγγα, πᾶψε πιὰ νὰ τῆς μιλᾷς
δεῖξε λίγη ἀγριάδα καὶ θὰ στρώσῃ μονομιᾶς
φώναξέ της, χτύπησέ τη, πές της λόγια ὀδυνηρὰ
κάντη σκύλα νὰ λυγίσῃ καὶ νὰ κλάψῃ δυνατὰ
ἐνοχές ποτὲ μὴ νοιώσῃς, ἔτσι εἶναι ἡ ζωὴ
στὴ γυναίχἁρμόζει βία καὶ στὸν ἄντρα λογικὴ
ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΝ VIII
Δαπίτισσες περήφανες ἄλλο δὲν εἶναι πιὰ
κείτονται τώρ’ ἀνάσκελα στῆς Σίνα τὴ μεριὰ
τουρῖστες Γάλλους χαιρετῶ πολὺ εὐγενικὰ
στὸ Σύνταγμα στὶς σκᾶλες καὶ σφίγγω μαχαιριὰ
στοῦ Γκαῖτε τὸ Ἰνστιτοῦτο, κάπου ἀπ’ ἔξῳ ‘κεῖ
περνοῦσα λίγο βιαστικὰ ἕνα λαμπρὸ πρωΐ
βρίσκω μιὰ ταγιερόγρῃα μ’ ἐφημερίδα «Ἑστία»
μπουνίδι χουλιγκάνικο κοτσάρισα στὴ θεία
βγαίνει ὁ γυιὸς ὁ ἀγγλοτραφὴς ποὺ ἄκουσε φωνὲς
τοὖπα «ἔτσι ξηγιόμαστε ἐμεῖς στὶς Ἀχαρνές»
μὲ ἕνα Datsun κόκκινο ἀράζω Κολωνάκι
καὶ κάνω στὶς γειτόνισσες τὸ πιό αἰσχρὸ καμάκι
μὲ τὰ πολλὰ φωνάξανε καὶ τὴν Ἀστυνομία
παιδιὰ ποὺ εἶχαν μέσον στὴ Νέα Δημοκρατία
μὲ ὕφος ἀδερφίστικο μοῦ κάνανε συστάσεις
μυδράλjο τότε τράβηξα, σοῦ λέω γαμῶ τὶς φάσεις
λίγο-πολὺ τελείωσα μὲ τὰ Νηοκλασσικὰ
λέω νὰ γαμήσω Φάληρο, παραλjακὴ μεριὰ
Ο ΑΝΩΜΑΛΟΣ ΑΝΗΡ
τὰ βράδυα στὸ κρεββάτι φοράει νυφικὸ
μὲ ζῆλο αὐνανίζει σῶμα καὶ μυελὸ
λέει πὼς νυμφεύεται τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του
πιστεύει στὸ Θεό, καὶ κάνει τὸ σταυρό του
λέj ἔτσι δὲν θὰ πάῃ στὸ Ἐξώτερο τὸ Πῦρ
ἀφοῦ αὐτονυμφεύθηκε ὁ ἀνώμαλος ἀνὴρ
τῆς προῖκας σεμεδάκια σὲ ἔπιπλα παλῃὰ
ὁ νοσηρὸς ὁ ἄνδρας κλαίει ἀπὸ μοναξιὰ
εἰκόνες τῶν Ἁγίων τριγύρῳ του παντοῦ
στὸ μωσαjκὸ πιό δίπλα, μιὰ λίμνη ἐμετοῦ
ΝΕΟΝΟΠΙΤΗΣ (ΣΒΑΣΤΙΓΓΑ ΚΑΙ ΤΡΙΦΥΛΛΙ)
ἤτανε ἄψογος ναζὶ
ᾖταν σκληρὸ ἀλάνι
στὴ λεωφόρο οὔρλιαζε
«γαμιέται ὁ Τζοβάνι»
τριγύρναγε σὰ ξωτικὸ
μὲ τὸ χοντὸγκ στὸ χέρι
σὲ γαύρους καὶ Πακιστανοὺς
ἔκανε κωλοχέρι
ἀπὸ τὸ στόμα ἔσταζε
σὰ χῦσι τὸ τζατζίκι
καὶ ὅπου ἔβλεπ᾽ Ἀλβανὸ
χωνόταν γιὰ ξυλίκι
γιὰ Βάζελο καὶ Φασιζμὸ
μὲ φίλους συζητοῦσε
ὅμως κρυφὰ κι ἀλήτικα
τὶς μάννες τους γαμοῦσε
χτυποῦσε ὅποιον ψήφισε
στὶς ἐκλογὲς Καμίνη
καὶ ἔχυνε σὰ κότσιφας
σταὐτόγραφο τοῦ Νίνη
Νά τὸ σκατὸ τοῦ Πάγκαλου:

τοῦρτες πλακώνει καὶ ἀρνιά, καὶ παίζει μαλακία
τρώει χαρτονομίσματα στὴν κυριολεξία
λέει «το εἰκοσάευρο σἂ νᾆναι πιό πικρὸ
ἀπὸ τὸ χαρτονόμισμα τῶν ἑκατὸ εὐρώ»
κλάνει στὴν πολυθρόνα τοῦ πολυτελοῦς γραφείου
ὑπέρογκος καμαρωτὸς εὐνοῦχος Βυζαντίου
ῥὲ Θόδωρε γαμώσπιτε, τῆς Φύσης ὑβριστὴ
ἔχεις ἀπὸ τὸν ὄγκο σου παπαραμορφωθῇ
ἕνα κενόθυμο χτικιό, ἕνας μετατροπέας
σβουνιὲς κάνει λεφτὰ γλυκὰ ψωμὶ αὐγὰ καὶ κρέας
συνεχιστὴς τῆς σκούφιας του, θρασσὺς καὶ δίχως τρᾶκ
ἀπὸ κακὴ οἰκογένεια, κοπρόχοιρος τοῦ ΠΑΚ
ΕΒΕΡΤ ΝΑ ΜΗ ΛΟΙΩΣΗΣ ΠΟΤΕ ΡΕ ΤΑΦΟΣΚΑΤΕ
Σπονδές καναμε στ’ ὄνομα τοῦ Μεγαλοθηρίου
Σατάνι χύνω πάμπηχτο, τὸ πιό πηχτό μου ever
Στὸ μνῆμα τοῦ σκατόπουστα τοῦ ὁβρῃοῦ τοῦ Ἕβερτ
9-2 τοῦ 11, ἡ ἡμερομηνία
ποὺ χέσαμε ὁμαδικῶς στοῦ Ἕβερτ τὴν Κηδεία
ἤμασταν ἀπροκάλυπτοι, πολλάκις ἀγενεῖς,
σοκάραμε σιωνιστές, δεξχιοὺς καὶ συγγενεῖς
ὁ Χάρος τώρα τοῦ γαμᾷ τὸ στόμα στὴ βαρκάδα
γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε ὁ κόπρος στὴν Ἑλλάδα
ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΓΚΟΛΙΑ
32 τρωκτικὰ καὶ 11 γκαργκόλια
χύνουνε βρέγμα τρυγερὸ μέσ’στὸ ταφὶ τοῦ Γκόλια
γιουσοῦφι τῆς κυβέρνησης, λεπρὸ ἀπολοιφάδι
ῥουφᾷς Τρικαῦλι Κέρβερου στὰ ἔγκατα τοῦ ᾍδη
παιδιὰ καὶ οἰκογένεια τὰ ἔχουμε φροντίσει
σύντομαὁ γερο-Σατανὰς κι αὐτὰ θὰ ντρεργαμήσῃ
Θέμο, Τριανταφυλλόπουλο, Σκάϊ καὶ Τρωκτικὸ
ὅλοι μαζὺ στὴ Γκόλασι γιὰ γεῦμα πρωκτικὸ
ΣΚΑΤΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ (ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΚΟΡΚΟΝΕΑ)
Γρηγορόπουλε μπινὲ
βρωμερὲ πουτανασγιὲ
σὲ ἐκτέλεσαν μουνὶ
ἐν ᾧ ἔτρωγα σουφλὲ
τὸ κορμί σου τὸ νεκρὸ
μὲ μανία κατουρῶ
πουσταρᾶ ἀναρχικὲ
σὲ γαμοῦν στὸ Γκωκυτὸ
σκελετοί, μαῦρες ψυχὲς
Ἀλβανῶν σιχαμερὲς
σὲ ζβερκώνουν, σὲ χτυποῦν
καὶ τοὺς γλείφεις τὶς ψωλὲς
τσιγαρόπουστα χτικιὸ
πλουσιόπαιδο λεπρὸ
τῆς μαμᾶς σου τὰ λεφτὰ
σκίζω, χύνω καὶ γελῶ
χασισάκι καὶ μαγκιὰ
πάρτυ, ῥοῦχα ἀκριβὰ
πίστεψες λοιπὸν χωνὶ
πὼς θὰ πέρναγες καλὰ
μέχρι ποὖρθε ἡ στιγμὴ
ἅγια σφαῖρα νὰ σὲ βρῇ
νὰ σοῦ σκίσῃ τὴ γκαρδιὰ
νὰ σοῦ θάψῃ τὸ κορμὶ
δόξα αἶμα καὶ τιμὴ
στὸ Μανιάτη ναζιστὴ
ποὺ στὴν ἄναψε στεγνὰ
καὶ σὲ φύτεψε στὴ γὴἡ ψυχή σου ᾽δῷ καἰκεῖ
τρέχει γιὰ νὰ μὴ ντὴ βρῇ
ἡ ὁρδὴ τοῦ Σατανᾶ
σοῦ ματώνει τὸ σουφρὶ
εἶμαι Ἄριος νταῆς
σὲ γαμῶ ὅπου βρεθῇς
τὸ μνημούρι σου συλῶ
γιατὶ εἶμαι Ναρζιστὴς
κι ἂν πεθάνω ῥὲ χτικιὸ
μπρόσου ξάφνου θὰ βρεθῶ
μὲ μιὰ ζβάστιγκα καυτὴ
θὰ σοῦ σκίσω τὸ μπρωκτὸ